- λογαράς
- λογαράς, ὁ (Μ)1. λογιστής (ως αυλικός τίτλος)2. αυτός που λέει πολλά λόγια, πολυλογάς, φλύαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. ζωναρ-άς, φαναρ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογαριαστής — ο (Μ λογαριαστής) [λογαριάζω] νεοελλ. λογιστής μσν. 1. (ως αυλικός τίτλος) λογαράς*, λογιστής 2. καλός κατασκευαστής, καλλιτέχνης … Dictionary of Greek
Yiannis Studios — (Логарас,Греция) Категория отеля: Адрес: Λογαράς, Логарас, 84400, Греция … Каталог отелей